πραγματοποιώ

πραγματοποιώ
-έω, Ν
1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση τού σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία»)
2. (κατ' επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -ποιώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πραγματοποιώ — πραγματοποιώ, πραγματοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πραγματοποιώ — πραγματοποίησα, πραγματοποιήθηκα, πραγματοποιημένος, κάνω κάτι πραγματικό, κατορθώνω, πετυχαίνω, μεταβάλλω σχέδιο ή σκέψη σε πραγματικότητα: Δουλεύοντας σκληρά προσπαθεί να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • πραγματοποίηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πραγματοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματοποίησις, μαρτυρείται από το 183β στον Αν. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < …   Dictionary of Greek

  • άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη …   Dictionary of Greek

  • αληθοποιώ — (Α ἀληθοποιῶ, έω) αποδεικνύω κάτι αληθινό, επαληθεύω, πραγματοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”